22 Ιουλίου 2014

ΘΥΣΙΑ

Η λέξη «θυσία» προέρχεται από το αρχαίο ελληνικό ρήμα «θύω» το οποίο αρχικά σήμαινε «καίω, καπνίζω» και στην πορεία πήρε την σημασία θυσιάζω, δηλαδή κάνω μία προσφορά  στους θεούς κατά τη διάρκεια τελετουργιών, η οποία περιλαμβάνει αίμα, δηλαδή γίνεται σφαγή ζώου προς τιμήν ή για τον εξευμενισμό κάποιας θεότητας. Με την διάδοση του χριστιανισμού η ανθρωπότητα μυήθηκε στην αναίμακτη θυσία, την Θεία Κοινωνία της Ορθοδοξίας ή την Όστια για τους Καθολικούς.
Στις μέρες μας πλέον όταν μιλάμε για θυσία, συνήθως αναφερόμαστε σ’αυτή την ανιδιοτελή προσφορά του εαυτού προκειμένου να εξυπηρετηθεί το «καλό» κάποιου άλλου εις βάρος του δικού μας «καλού». Θα λέγαμε ότι υπάρχουν δύο ειδών θυσίας μιλώντας γενικά. Η θυσία απέναντι σε ένα συγκεκριμένο άτομο και η θυσία απέναντι σε μία μεγαλύτερη ομάδα ατόμων, από μία κλειστή εργασιακή ομάδα έως τον πληθυσμό μιας πόλης ή μιας χώρας, ακόμη κι απέναντι στην ανθρωπότητα. Οι μεταβλητές που διέπουν αυτές τις δύο διαφορετικές κατηγορίες παρουσιάζουν ομοιότητες και διαφορές. Μία βασική ομοιότητα είναι ότι και στις δύο περιπτώσεις το άτομο που θυσιάζεται το κάνει αυτοβούλως και με επίγνωση των επιπτώσεων, ενώ ο απώτερος σκοπός είναι το τελικό όφελος είτε του αγαπημένου προσώπου μεμονωμένα είτε το ευρύτερο κοινό όφελος. Μία βασική διαφορά ωστόσο θα μπορούσε να είναι η εξής : ενώ η θυσία απέναντι στο κοινό όφελος συνήθως χαρακτηρίζεται από την εφαρμογή εσωτερικών πεποιθήσεων που αφορούν κυρίως στην ιδεολογία, στις εσωτερικές αξίες, στα πατροπαράδοτα ήθη κι έθιμα και γενικότερα σε αποκρυσταλλωμένες απόψεις στη συνείδηση του ατόμου που θυσιάζεται, στην περίπτωση που η θυσία απευθύνεται απέναντι σε κάποιο ή κάποια αγαπημένα πρόσωπα, μπορεί κάποιες φορές να μην έχει ένα δομημένο θεωρητικό υπόβαθρο και να βασίζεται κυρίως στην αγωνία του θυσιαζόμενου να ευοδωθεί το συμφέρον του αγαπημένου προσώπου, ίσως κι εξασφαλίζοντας την εύνοιά του κάποιες φορές, αγγίζοντας τα όρια της ιδιοτέλειας.
Μ’αυτό το θέμα θα ασχοληθούμε κυρίως εμείς, δηλαδή τη θυσία στις διαπροσωπικές σχέσεις, με ποιους τρόπους πραγματοποιείται, από ποιες αρχές διέπεται, τι μορφή μπορεί να έχει, τι δευτερεύοντες σκοπούς μπορεί να εξυπηρετήσει.


Μεγάλο κεφάλαιο αποτελεί η σχέση γονιών-παιδιού και το ευρύτερο φάσμα των θυσιών που
 περιλαμβάνει αυτή η σχέση. Αυτό που οι περισσότεροι γονείς θέλουν κι επιδιώκουν για τα παιδιά τους είναι η οικονομική ασφάλεια, η εξασφάλιση κάθε δυνατής υλικής παροχής, αυτό που εδώ στη χώρα μας λέμε «να μην τους λείψει τίποτα» και κατ’ επέκταση η εξασφάλιση όλων εκείνων των μέσων, από τη μόρφωση μέχρι κάποιο κεφάλαιο, που θα οδηγήσουν τα παιδιά μετά την ενηλικίωσή τους σε μία άριστη επαγγελματική αποκατάσταση. Σε αυτό το σημείο ωστόσο θα πρέπει να επισημάνουμε ότι παρόλο που η τάση των γονιών να θυσιάζονται για τα παιδιά τους θεωρείται δεδομένη ωστόσο παρουσιάζονται μεγάλες διαφορές ανά την υφήλιο, και εξαιτίας της ιδιαιτερότητας της εκάστοτε κοινωνίας που μεταφράζεται σε διαφορετική ιστορία, διαφορετική κουλτούρα, ήθη κι έθιμα (για παράδειγμα σε πολλές χώρες τα κορίτσια δεν θεωρούνται προτεραιότητα ειδικά σε σχέση με τα αγόρια ) αλλά και εξαιτίας της χαλάρωσης των οικογενειακών δεσμών που παρατηρείται σε κάποιες σύγχρονες κοινωνίες .

Στη χώρα μας τουλάχιστον που η οικογένεια εξακολουθεί να αποτελεί τον κυριότερο θεσμό, οι γονείς μπορεί κάποια στιγμή να φτάσουν στα άκρα προκειμένου να παρέχουν στα παιδιά τους τα υλικά αγαθά που χρειάζονται ή που έστω πιστεύουν ότι είναι απαραίτητα. Σε αρκετές ελληνικές οικογένειες παρατηρείται το φαινόμενο οι γονείς να βρίσκουν συμπληρωματικές εργασίες προκειμένου να είναι σε θέση να εξασφαλίσουν στα παιδιά τους μία πληθώρα δραστηριοτήτων που οι ίδιοι θεωρούν βασικές. Δυστυχώς ωστόσο αυτό έχει ως αποτέλεσμα να μην διαθέτουν πια τον χρόνο ή την ενέργεια που απαιτείται για να βρεθούν με τα παιδιά τους με αποτέλεσμα η διαπαιδαγώγηση τους να αφήνεται στα χέρια των διάφορων παιδαγωγών ή κάποιων συγγενικών προσώπων.
Μία άλλη μορφή θυσίας που παρουσιάζεται στη σχέση γονιών-παιδιού είναι όταν ο γονιός, και συνήθως μιλάμε για την  μητέρα, παραμερίζει κάθε της προσωπικό ενδιαφέρον προκειμένου να ασχοληθεί με την ικανοποίηση όλων των

αναγκών των παιδιών της. Εδώ μπορεί κάποιες φορές να παρατηρηθεί το φαινόμενο της «προσκόλλησης», κυρίως από την πλευρά της μητέρας. Είναι πολύ σημαντικό οι γονείς να λειτουργούν σαν αυτόνομοι οργανισμοί μέσα στην οικογένεια και να  μην υιοθετούν το ρόλο του υπερήρωα που ως μοναδικό σκοπό ύπαρξης έχει να προλαβαίνει την ικανοποίηση της κάθε επιθυμίας του παιδιού. Κυρίως δε, καλό θα ήταν να μη θεωρούνται τα παιδιά προέκταση της ζωής και της προσωπικότητάς τους και μόνος σκοπός ύπαρξης διότι οι συνέπειες θα είναι περισσότερες από τα οφέλη για όλους. Κλείνοντας αυτό το κεφάλαιο θα λέγαμε ότι σε καθημερινή βάση ο γονιός καλείται να θυσιαστεί για τα παιδιά του, από μικροπράγματα ως σπουδαίες πράξεις αγάπης κι αφοσίωσης και σημαντικότερη είναι η γνώση από μέρους των παιδιών ότι μπορούν για πάντα να στηριχτούν σ’εκείνους.
Θα ήταν ωστόσο παράλειψη να μην αναφερθούμε και στις περιπτώσεις εκείνες όπου το παιδί επιλέγει να θυσιαστεί για τον γονιό του προκειμένου να τον γηροκομήσει ή να τον γιατροπορεύσει, παραμερίζοντας τις δικές του ανάγκες.

 Δυστυχώς δεν λείπουν και οι περιπτώσεις εκείνες όπου ο γονιός ζητάει να «εξαργυρώσει» τις θυσίες που εκείνος έχει κάνει στο παρελθόν, αρνούμενος να συνεργαστεί και να συμβιβαστεί με κάποιες μέσες λύσεις και επικαλούμενος το φιλότιμο και τη συνείδηση του παιδιού του. Σε γενικές γραμμές όμως και η αγάπη και η θυσία είναι αμφίδρομες και βασίζονται στο ανιδιοτελές νοιάξιμο που συνθέτει αυτόν τον ιδιαίτερο δεσμό αίματος.
 Από την άλλη πλευρά, οι δυναμικές που διέπουν τους αισθηματικούς δεσμούς στο θέμα της θυσίας είναι αρκετά διαφορετικές με την έννοια ότι ενώ στη σχέση γονιών-παιδιού θεωρείται σχεδόν αυτονόητο ότι το παιδί αποτελεί πάντα την προτεραιότητα, σε μία ερωτική σχέση δεν θεωρείται τίποτα δεδομένο από την αρχή. Τα πάντα είναι ρευστά και οι άγραφοι νόμοι τίθενται (ή θα έπρεπε τουλάχιστον) από την αρχή και σταδιακά κατόπιν συνεννοήσεως και διαλόγου. Σε μία σχέση γονέως-παιδιού υπάρχει ανισότητα. Ο γονιός διατηρεί μία μορφή εξουσίας με την έννοια ότι οι τελικές αποφάσεις για τη ζωή του παιδιού παίρνονται από εκείνον, ενώ το παιδί αποτελεί το «προστατευμένο» μέλος τουλάχιστον μέχρι την ενηλικίωσή του. Σε μία ερωτική σχέση υπάρχει η επιλογή, με την έννοια ότι ή θεωρούνται από την αρχή και τα δύο μέλη ισότιμα και οι θυσίες εναλλάσσονται αρμονικά για μία επιτυχημένη συνύπαρξη, ή αναλαμβάνει ο ένας από τους δύο να κάνει όσες και όποιες παραχωρήσεις, όσες θυσίες απαιτούνται, είτε κατόπιν συνεννόησης είτε υιοθετώντας αυτόν τον ρόλο αυτοβούλως.
 
Στην πρώτη περίπτωση που θεωρείται και η ιδανική, οι σύντροφοι καλούνται καθημερινά να αποδείξουν την αγάπη τους και να προωθήσουν την συμβίωσή τους με πολλούς τρόπους. Η θυσία μπορεί να μεταφραστεί με μικροπράγματα τέτοια όπως «να πλύνω τα πιάτα παρόλο που δεν είναι η σειρά μου γιατί ο αγαπημένος μου είναι κουρασμένος» μέχρι μεγαλύτερες θυσίες όπως «να υποχωρήσω στο θέμα των διακοπών, να κάνω το χατίρι του συντρόφου μου σχετικά με το πού θα τις περάσουμε» ή «να απαρνηθώ μία καινούρια αγορά από το προσωπικό μου ταμείο προκειμένου να τον βοηθήσω οικονομικά λόγω δυσκολιών στη δουλειά του».
  Η θυσία δεν μπαίνει στο ζύγι, μία σχέση είναι ένας ζωντανός οργανισμός που πρέπει διαρκώς να τροφοδοτείται με συναίσθημα και να φροντίζεται και από τα δύο μέλη. Δεν έχει σημασία ποιος από τους δύο
υπερτερεί στις θυσίες σε ποσότητα και σε ποιότητα, αρκεί να μένουν ικανοποιημένοι αμφότεροι και να νοιώθουν σημαντικοί, πλήρεις ως προσωπικότητες και ασφαλείς. Μέσα στα πλαίσια του έρωτα και της αγάπης, όταν αυτά τα συναισθήματα είναι πραγματικά, νοιώθουμε οι ίδιοι την ανάγκη να φροντίσουμε το έτερον ήμισυ, να προσφέρουμε τον εαυτό μας, να ικανοποιήσουμε τις ανάγκες του, να γίνουμε με κάποιο τρόπο απαραίτητοι, ο δικός του άνθρωπος. Αυτά όλα τα στοιχεία συνθέτουν μία σχέση υγιή, αρμονική και ικανή να αντεπεξέλθει στις δυσκολίες και την τριβή του χρόνου.
 Οι μικρές και μεγάλες θυσίες που προσφέρουμε και αποδεχόμαστε μέσα σε μία σχέση αποτελούν έναν συνεκτικό παράγοντα, ιδιαίτερα όταν λαμβάνουν μέρος αβίαστα, χωρίς πίεση και κυρίως χωρίς να ακολουθούνται από τύψεις απέναντι στον εαυτό μας, δηλαδή χωρίς να έχουμε ένα ενοχικό συναίσθημα ότι παραχωρούμε μεγάλο μέρος του εαυτού μας χωρίς αντίκρισμα. Οι υγιείς δεσμοί απαιτούν θυσίες και αφοσίωση, όπως επίσης φαντασία και δημιουργικότητα. Από τη στιγμή που κάποιος διαφυλάττει την ακεραιότητα και την αξιοπρέπειά του, όχι μόνο μπορεί να υπαναχωρεί και να θυσιάζεται όσο και όπως το νοιώθει, αλλά επιβάλλεται επίσης να το κάνει όταν αυτό προωθεί το τελικό συμφέρον και των δύο.
 Αυτά σε ότι αφορά μία σχέση αρμονική. Τι γίνεται όμως στην περίπτωση όπου ένα από τα δύο μέλη βρίσκεται μόνιμα στη θέση να θυσιάζεται ή να νοιώθει ότι θυσιάζεται αγγίζοντας μέχρι και τα όρια της θυματοποίησης? Καταρχήν οφείλουμε να ξεκαθαρίσουμε ότι όσο υγιές μπορεί να θεωρηθεί να υπάρχει αρμονία και ισορροπία ανάμεσα στους συντρόφους στο θέμα της θυσίας, άλλο τόσο υγιής μπορεί να είναι μία σχέση όπου ναι μεν τις θυσίες τις έχει αναλάβει αποκλειστικά η μία πλευρά αλλά το κάνει με ευχαρίστηση και χωρίς να της επιβληθεί. Σε μια τέτοια περίπτωση μπορεί η ισορροπία να επέρχεται ακριβώς κάτω από τέτοιες συνθήκες, όταν δηλαδή ένα πολύ δοτικό άτομο συμπληρώνεται ως προσωπικότητα από την προσφορά του σε κάποιο άλλο άτομο που τη δέχεται με χαρά κι ευγνωμοσύνη. Έτσι, αν και οι δύο πλευρές είναι ευτυχισμένες και ικανοποιημένες τότε το ζευγάρι έχει αποκρυσταλλώσει έναν δικό του κώδικα επικοινωνίας και συμβίωσης και απολαμβάνει την αρμονία και την πληρότητα.
 Τα προβλήματα ξεκινούν όταν κάποιος νοιώθει ότι έχει αναλάβει εξολοκλήρου την υποχρέωση να θυσιάζει τα προσωπικά του θέλω προκειμένου να συνεχίζει να υφίσταται η σχέση. Αυτό βέβαια μπορεί να είναι μία πραγματικότητα αλλά μπορεί επίσης να είναι και μία εικονική πραγματικότητα την οποία βιώνει μέσα στο μυαλό του με αυτόν τον τρόπο. Δηλαδή μιλάμε για ανασφαλείς προσωπικότητες που επιζητώντας μόνιμα την προσοχή και την αφοσίωση επικαλούνται διαρκώς ότι παραμερίζουν τις προσωπικές τους ανάγκες για χάρη του συντρόφου τους. Με αυτό τον τρόπο προσπαθούν να προκαλέσουν ενοχικά συναισθήματα στην άλλη πλευρά καθώς επίσης κι ένα είδος εξάρτησης, με το να υπενθυμίζουν διαρκώς την προσφορά τους και πόσο αυτή είναι απαραίτητη για την ευόδωση της συνύπαρξης.
Όταν όμως το να θυσιάζεται κανείς συνεχώς μέσα στη σχέση για να αποτρέψει το χωρισμό αποτελεί μία μόνιμη κατάσταση, τότε τα πράγματα μπορεί να γίνουν φοβερά ψυχοφθόρα. Σε έναν ερωτικό δεσμό αλλά και σε οποιαδήποτε ανθρώπινη σχέση τα άτομα που συμμετέχουν πρέπει να νοιώθουν σημαντικά και προστατευμένα. Μόνο έτσι μπορεί να διατηρηθεί η αξιοπρέπεια και η ηρεμία τους, ποιότητες που αποτελούν βασικά συστατικά μίας αξιόλογης σχέσης. Δυστυχώς υπάρχουν αρκετές περιπτώσεις όπου ο ένας από τους δύο συντρόφους απαιτεί σε μόνιμη βάση να εξυπηρετούνται πρώτα οι δικές του ανάγκες, πολλές φορές μην αφήνοντας καθόλου χώρο στον άλλο για την εκπλήρωση και των δικών του επιθυμιών. Λειτουργεί έτσι θα λέγαμε με έναν τρόπο εκβιαστικό, καθώς θεωρεί και αυτονόητο και δεδομένο ότι το να απολαμβάνει τις θυσίες και τις υποχωρήσεις του άλλου  αποτελεί αποκλειστικό του προνόμιο αλλά και σημείο αναφοράς προκειμένου να συνεχίζει να βρίσκεται στη σχέση. Σε μία τέτοια περίπτωση η θυσία γίνεται τροχοπέδη για την ομαλή εξέλιξη του δεσμού καθώς είναι ζήτημα χρόνου να δημιουργηθούν τριγμοί και να αναζητηθούν τρόποι αποκατάστασης της ισορροπίας. Η θυσία είναι όμορφη όταν βγαίνει από μέσα μας για να αναδείξει τα πιο τρυφερά μας αισθήματα αλλά και όταν επενδύεται από λογική, και εσωτερική συγκρότηση.





          

Δεν υπάρχουν σχόλια: